- κλοπῆς
- κλοπεύςthiefmasc nom plκλοπεύςthiefmasc nom/voc plκλοπήtheftfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλοπή — Η αφαίρεση ξένου, κινητού πράγματος από πρόσωπο που το κατέχει ανεξάρτητα αν του ανήκει ή όχι νόμιμα (κλοπή, για παράδειγμα, θεωρείται και όταν αφαιρείται πράγμα από την κατοχή άλλου που το έκλεψε προηγουμένως: ο κλέψας του κλέψαντος). Η κ.… … Dictionary of Greek
мьчьтовати — МЬЧЬТ|ОВАТИ (2*), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. Мечтать, грезить: доколе акы во снѣ мечтуеши (τῆς δι’ ὀνείρων κλοπῆς) ГБ XIV, 23г; ови же ѥже аще кождо мечтоваша стр(с)тному члвч(с)кому роду носѧще введоша. (ἐφαντοσϑησαν) Там же, 105г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
PEDICA — vinculum, quô pedes vinciuntur. Nonio, Graece Ποδοκάκκη, de qua voce Harpocration, Ποδοκάκκη, inquit, τὸ ζύλον, το εν δεσμωτηρίῳ οὕτως ἐκαλεῖτο, ἤτοι παρεμβεβλημένου τοῦ ἑτέρου κάππα ποδῶν τις κάκωσις οὖσα, ἤκατὰ συγκοπὴν, ὥς φησι Δίδυμος, οἷον… … Hofmann J. Lexicon universale
ένοχος — η, ο (AM ἔνοχος, ον) 1. αυτός που μπορεί να κατηγορηθεί για αξιόποινη πράξη («ένοχος κλοπής») 2. αυτός που έχει διαπράξει αθέμιτη ή αξιόποινη πράξη νεοελλ. 1. αθέμιτος, παράνομος («ένοχες σχέσεις») 2. ό,τι δείχνει ενοχή, καθετί ενοχοποιητικό… … Dictionary of Greek
αξάφριστος — η, ο 1. αυτός που δεν του αφαιρέθηκε ο αφρός 2. μτφ. α) όποιος δεν έπεσε θύμα κλοπής β) αντικείμενο που δεν το έκλεψαν … Dictionary of Greek
αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… … Dictionary of Greek
ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… … Dictionary of Greek
γιόγκα — Ένα από τα έξι ορθόδοξα συστήματα της ινδικής φιλοσοφίας, κατά το οποίο, μαζί με τις θεωρητικές απόψεις, κατέχει πρωταρχική σπουδαιότητα η τεχνική για την κυριαρχία του πνεύματος και του σώματος. Ο όρος γ. προέρχεται από τη σανσκριτική λέξη yuj,… … Dictionary of Greek
δήμαρχος — Ο αιρετός άρχοντας του δήμου. Στην αρχαία Αθήνα οι δ. εκλέγονταν για έναν χρόνο και ήταν εξουσιοδοτημένοι να συγκαλούν τη συνέλευση των δημοτών και να φροντίζουν για την εκτέλεση των αποφάσεών της, να διαχειρίζονται τα χρήματα του δήμου, να… … Dictionary of Greek
επιταγή — Πιστωτικός τίτλος με ασαφή ιστορική καταγωγή που γνώρισε ευρεία διάδοση από τις αρχές του 18ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία, όταν απαγορεύτηκε στα πιστωτικά ιδρύματα να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια και παραχωρήθηκε το δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομίσματος … Dictionary of Greek